- καρποφάγα
- καρποφάγοςliving on fruitneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διπρωτόδοντα — (diprotodonta). Υπόταξη θηλαστικών της τάξης των μαρσιποφόρων, που περιλαμβάνει τα καγκουρό, τα κοάλα, τους φαλαγγιστές και τα συγγενή γένη, τα οποία χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους από την ύπαρξη δύο μόνο κοπτήρων στο κάτω σαγόνι και την απουσία … Dictionary of Greek
καρποφάγος — ο, θηλ. και α (Α καρποφάγος, ον) αυτός που τρέφεται κυρίως με καρπούς («τὰ μὲν σαρκοφάγα, τὰ δὲ καρποφάγα, τὰ δὲ παμφάγα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἐ φάγ ην, παθ. αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο φάγος, χορτο… … Dictionary of Greek
λεμούριοι — Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων. Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από … Dictionary of Greek
μεγαχειρόπτερα — (megachiroptera). Υπόταξη νυχτερίδων, αποκλειστικά του Παλαιού Κόσμου. Διακρίνονται από την άλλη υπόταξη των χειροπτέρων (τα μικροχειρόπτερα) όχι μόνο από το μέγεθός τους, αλλά και από την παρουσία νυχιών στον αντίχειρα και στο δεύτερο δάχτυλο,… … Dictionary of Greek
σαρκοφάγος — Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που… … Dictionary of Greek
χειρόπετρα — Τάξη πλακουντοφόρων θηλαστικών, στην οποία περιλαμβάνονται και οι γνωστές νυχτερίδες, που πετούν, χάρη σε μια πτερυγική μεμβράνη, η οποία συγκρατείται από τα πολύ μακριά οστά του μετακαρπίου και των δακτύλων που εκτείνεται και στα οπίσθια άκρα… … Dictionary of Greek